Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

...Σισιλιάνικη Έμπνευση...


Μεγάλη ιστορία της συγκατοίκησης μου. Στο μέλλον, κάθε φορά που θα αναφέρομαι στην διαμονή μου στην Ισπανία, πάντα θα έχω στο μυαλό μου τις δυο σισιλιάνες που μοιράστηκα μαζί τους το σπίτι της οδού Σαν Πέδρο Μεζόνζο. Κανένα μήνα πριν φύγω από την Ελλάδα, γνώρισα μέσω του φατσοβιβλίου τη Σ. και αμέσως πήρα τα πάνω μου έχοντας μια σιγουριά και μια άτυπη εγγύηση που έλεγε να ψάξουμε μαζί για σπίτι με την άφιξη μας. Εκείνη θα ερχόταν στην πόλη μαζί με μια άλλη συμφοιτήτρια και φίλη της από την Κατάνια και οκ, τα ψιλοταιριάξαμε μιλώντας από το μσν και φαινόταν πολύ νορμάλ, την φίλη πάλι ούτε ζωγραφιστή δεν την είχα δει. Άκου πράγματα τωρα να λες ότι ταιριάζεις με κάποια που αρχικά είχες δει μόνο τη φωτογραφία της. Και πολύ λανθασμένα βέβαια, γιατί η Σ. πέρα από το ότι είναι κορίτσι, δεν έχει τίποτα κοινό με μένα, ούτε καν νούμερο παπουτσιού, ζυγίζει μόλις 39 κιλά και τρώει μοσχάρι ψητό με ξύδι. Η άλλη, Φ. -επίσης τίποτα κοινό , εκτός από το νούμερο παπουτσιού και το ότι είναι κορίτσι. Εγώ περίμενα δυο Ευρωπαίες, με τον αέρα της Ιταλιάνας «ντίβας», με τα ταξίδια τους και τους χειμώνες στην Cortina D’ Ampezzo, με τη μόδα και την Ιταλική Vogue για βίβλο, και γνώρισα δυο τσούπρες από τη Σικελία με τους πλαστικούς κρίκους και γκλιτεριστό χείλος που πιο εύκολα τις έκανες του Ανατολικού μπλογκ. Ωστόσο κούκλες ζωγραφιστές! Με τα πολλά βρήκαμε σπίτι την άλλη κιόλας μέρα. Άντε λέμε να τακτοποιηθούμε… Δεν ήξεραν να αλλάζουν ούτε τα σεντόνια, καμία ιδέα από σφουγγάρισμα για να μην αναφερθώ στο καθάρισμα του μπάνιου, που δεν ήξεραν καν ότι «γίνεται». Περνούσαν οι μέρες, έβγαιναν κι άλλα, λίγο η μια τσιγκούνα, η άλλη χαμπάρι από οικιακή οικονομία, τσακωνόντουσαν κιόλας κι εγώ στη μέση- η καλύτερα στην άκρη- να της χαζεύω και να γελάω! Πώς να θυμώσεις με κάποιον που δεν ξέρει; Άλλωστε μου ήταν αρκετό που βρισκόμουν εδώ και δεν είχα κανένα λόγο να χαλάσω όλο αυτό το παραμυθάκι που φτιαχνόταν κάθε μέρα. Τον πρώτο μήνα δε, συνέχεια έξω, να γυρνάμε σπίτι ξημερώματα, τύφλα από κακής ποιότητας αλκοόλ και να μαγειρεύουν «πάστα» γιατί οι τρελοιταλιάνες δεν ζουν ούτε μέρα χωρίς μακαρονικό. Αρχίσαμε να αγαπιόμαστε, να λέμε για έρωτες και να κλαίμε, να πίνουμε για να ξεχνάμε, να χορεύουμε Ραφαέλα Καρρά.

Και έρχεται η μέρα των επισκεπτηρίων και καταφθάνει οι οικογένεια της Ταμπούρλου (μετάφραση του επιθέτου). Δεν το είχα ξαναζήσει, παναγία μου γέλια! Βουβά, μη με καταλάβουν! Μπαμπάς με καπαρντίνα ως το πάτωμα- δουλεύει στο Ιταλικό Δημόσιο(γιατί όχι και για τη μαφία) , μαμά με ίδιους κρίκους σαν της κόρης σε άλλο χρωματάκι, θεία ανύπαντρη στα –ήντα με δικό της facbook account, τιρκουάζ σκιά μέχρι το φρύδι και ένα στόμα μεγάφωνο και ξωπίσω τους δυο φίλες της συγκατοίκου, οι οποίες μείνανε μαζί μας ένα μήνα! Η μία όλη μέρα μέσα στο ψυγείο- από τότε μου κόλλησε και το συνήθειο και πάω κάθε απόγευμα στο σουπερμάρκετ, γιατί έπρεπε να κάνω ανεφοδιασμό -ενώ η άλλη να κλείνεται στο υπνοδωμάτιο με τη «σοκολατίτσα της» και να μην βγαίνει ούτε για κατούρημα. Τα ναρκωτικά πρέπει να είναι πολύ ακριβά στην Κατάνια, γιατί εδώ τα ψώνιζε όπως οι Ισπανοί στα Ζάρα με τις εκπτώσεις. Με αυτούς τους επισκέπτες στο μεγάλο και φιλόξενο σπιτικό μας γνώρισα το «μοναδικό» ιταλικό μενού. Οι άνθρωποι σου λέω, τρώνε πρώτα μακαρόνια ( με οποιαδήποτε σάλτσα), μετά για δεύτερο πατάτες στο φούρνο, μετά τη σαλάτα και στο τέλος ψωμί. Σκέτο ψωμί. Ναι, ακριβώς έτσι και με αυτή τη σειρά. Και έχει πάει 12 το βράδυ και πίνουν και το εσπρεσάκι τους. Έπινα κι εγώ στην αρχή, μόνο μετά το μεσημεριανό για τη χώνεψη- γαρίδα το μάτι όλη νύχτα. Δεν ήμουν συνηθισμένη στον καφέ βλέπεις. Τότε.


Ήρθαν κι άλλοι πολλοί επισκέπτες τους, περίμενα κι εγώ πολύ κόσμο αλλά κάτι οι δουλειές κάτι οι κρίσεις πανικού, μόνο η μικρή μου θεία τα κατάφερε μέχρι το Σαντιάγο. Και μπαίνανε που λες, και βγαίνανε και όλο κάτι περίργο κάνανε, το σημείωνα εγώ και ακόμη γελάω. Από τα κορυφαία, σκάει η 27χρονη αδερφή της Σ. με τον «έτσι» και μια ξαδέρφη παραμάσχαλα. Να σημειωθεί ότι κάθε φορά που έρχεται κάποιος κάθομαι και βγάζω μενού και μαγειρεύω από το προηγούμενο βράδυ, γιατί είπαμε μόνο πάστα και μοσχάρι με βαλσάμικο οι σισιλιάνες, αλλά δεν το λέω με παράπονο, τα θέλει ο κώλος μου και το ευχαριστιέμαι όσο πάει. Τρώμε λοιπόν, νομίζω για κυρίως είχα λαζάνια –νοστιμότατο το ραγού του κιμά- και ξεκινάει μια συζήτηση στο τραπέζι για το ότι η συγκάτοικος δεν είχε κάνει ποτέ δουλειές στο σπίτι και να λογομαχούν χαριτωμένα με την αδερφή για το ποια κάνει τα λιγότερα. Το είπα ότι είναι 27; Το είπα. Πάει η ευλογημένη να πλύνει στο χέρι, ούτε κουβέρτα τόση ώρα μέσα στη μπανιέρα, και τα απλώνει ωραιότατα με τα νερά όπως ήταν μουσκίδι. Ποταμάκια, να στάζουν τα ρούχα στο ξύλινο παρκέ μας - το οποίο η ιδιοκτήτρια πατάει με τις μύτες όταν μας επισκέπτεται- και το ζώο να μην έχει πάρει χαμπάρι. Έτσι και το αντίκριζα αυτό πριν δυο χρόνια, το λιγότερο θα ήταν να ρίξω τόσα καντήλια και φωνές που μάλλον θα τα φορούσε βρεγμένα κι ακόμη θα έτρεχε. Αλλά τώρα, όχι αγαπημένοι μου φίλοι, τα πήρα τα ρουχαλάκια, τα έστυψα, πέρασα και τη σφουγγαρίστρα και έχει μείνει η άλλη να με κοιτάει σα χάνος...Ντροπή βρε κοπελιά, κοιτάει και το παλικάρι που σε νόμιζε νοικοκυρά, επειδή ξέρεις να κάνεις ομελέτα με πατάτες- όχι δεν το υποτιμώ, θέλει κι αυτό την τέχνη του.

1 σχόλιο:

Flonsavardu είπε...

χαχαχαχα. έτσι είναι, έτσι, άμα έχει φίλες με ψυχολογικά προβλήματα όπως εγώ, σε πουλάνε τελευταία στιγμή. τώρα προσπαθώ να πείσω το νι να με πάει λονδίνο- δουβλίνο (ξανα μανα), να καλύψω το μισό ταξίδι. ε, του χρόνου θα πάω και μαδρίτη να τον δω, να μην πάμε και βαρκελώνη; να μην πάμε και μεις άμστερνταμ; θα το καλύψω το χαμένο ταξίδι εγώ και θα βγω και από πάνω, αμή. τον χαβά μου εγώ. τα δικά σου θα τα πούμε από κοντά.